καρδιοειδής

καρδιοειδής
Ειδική επικυκλοειδής καμπύλη που σχηματίζεται από την τροχιά που διαγράφει ένα σημείο της κινητής περιφέρειας Κ, καθώς αυτή περιστρέφεται εφαπτόμενη στην ακίνητη περιφέρεια Γ· και οι δύο αυτές περιφέρειες έχουν ίσες τις ακτίνες τους (όπως φαίνεται στο σχήμα). Η εξίσωση της κ. σε πολικές συντεταγμένες είναι: ρ = α(1 ± συνθ). Στην περίπτωση του – η καμπύλη βρίσκεται κυρίως προς το μέρος των αρνητικών τιμών του x (βλ. σχήμα), ενώ στην περίπτωση του + η καμπύλη βρίσκεται κυρίως προς το μέρος των θετικών τιμών του x. Σε καρτεσιανές συντεταγμένες η καμπύλη έχει την εξίσωση: (x² + y2± αx)2 = α2(x2 + y2). Οι δύο περιπτώσεις + και – είναι αντίστοιχες με αυτές των πολικών συντεταγμένων. Από τον ορισμό της κογχοειδούς μίας καμπύλης Γ ως προς ένα σημείο εξάγεται το συμπέρασμα ότι η κ. είναι η κογχοειδής της ακίνητης περιφέρειας Κ ως προς ένα ορισμένο σημείο της, όταν το Μ της κογχοειδούς είναι ίσο με τη διάμετρο α των δύο περιφερειών. Η κ. είναι επίσης μια ειδική περίπτωση του κοχλία του Πασκάλ. Η κ. είναι κλειστή καμπύλη με μήκος 8α (α είναι το μήκος της διαμέτρου των περιφερειών Κ και Γ).
* * *
-ές (Α καρδιοειδής) αυτός που έχει μορφή ή σχήμα καρδιάς, καρδιόσχημος
νεοελλ.
φρ. «καρδιοειδής καμπύλη»
μαθ. η επίπεδη καμπύλη που έχει σχήμα καρδιάς και διαγράφεται από ένα σημείο τής περιφέρειας ενός κύκλου όταν αυτός κυλάει πάνω στην περιφέρεια ενός άλλου κύκλου με ίση διάμετρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο)-* + -ειδής (< εἶδος), πρβλ. ατρακτο-ειδής, σφαιρο-ειδής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καρδιοειδῆ — καρδιοειδής heart shaped neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) καρδιοειδής heart shaped masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) καρδιοειδής heart shaped masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρδιοειδές — καρδιοειδής heart shaped masc/fem voc sg καρδιοειδής heart shaped neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρδιοειδῶς — καρδιοειδής heart shaped adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… …   Dictionary of Greek

  • καρδι(ο)- — (AM καρδι[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται ή ανήκει ή έχει σχέση με την καρδιά. Σπανιότατα μπορεί να εκληφθεί και ως επιτατικό (πρβλ. καρδιοδα[γ]κάνω «δαγκώνω δυνατά»).Σύνθετα με α συνθετικό καρδι(ο) : καρδιαλγής …   Dictionary of Greek

  • καρδιόσχημος — η, ο αυτός που έχει σχήμα καρδιάς, καρδιοειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + σχημος (< σχῆμα). Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στον Ιάκωβο Χ. Δραγάτση] …   Dictionary of Greek

  • Πασκάλ, Ετιέν — (Pascal, Κλερμόν Φεράν 1588 – Παρίσι 1651). Γάλλος μαθηματικός και δικαστής. Πατέρας του φιλοσόφου Πασκάλ, ανέλαβε τη θέση του προέδρου του Δικαστηρίου Κρατικών Αρωγών στο Κλερμόν Φεράν έως το 1631 και διετέλεσε οικονομικός επιθεωρητής στη Ρουέν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”